Σάββατο 4 Οκτωβρίου 2008

Τετάρτη 24 Σεπτεμβρίου 2008

Δευτέρα 22 Σεπτεμβρίου 2008

Ποίηση Γ. Σεφέρης

Φυγή

Δεν ήταν άλλη η αγάπη μας
έφευγε ξαναγύριζε και μας έφερνε
ένα χαμηλωμένο βλέφαρο πολύ μακρινό
ένα χαμόγελο μαρμαρωμένο, χαμένο
μέσα στο πρωινό χορτάρι
ένα παράξενο κοχύλι που δοκίμαζε
να το εξηγήσει επίμονα η ψυχή μας.

H αγάπη μας δεν ήταν άλλη ψηλαφούσε
σιγά μέσα στα πράγματα που μας τριγύριζαν
να εξηγήσει γιατί δε θέλουμε να πεθάνουμε
με τόσο πάθος.

Kι αν κρατηθήκαμε από λαγόνια κι αν αγκαλιάσαμε
μ' όλη τη δύναμή μας άλλους αυχένες
κι αν σμίξαμε την ανάσα μας με την ανάσα
εκείνου του ανθρώπου
κι αν κλείσαμε τα μάτια μας, δεν ήταν άλλη
μονάχα αυτός ο βαθύτερος καημός να κρατηθούμε
μέσα στη φυγή.

Σάββατο 20 Σεπτεμβρίου 2008

Ποίηση Κικής Δημουλά

ΤΩΝ ΑΣΩΜΑΤΩΝ


Μυστηριώδης η ατμόσφαιρα. .Σαν καπνός προσκυνητής

μιας φλόγας που δεν άναψε κι όμως έχει σβήσει

Πολλά στεφάνια στις οδούς και τα στενά των ήλων

πλαστικά τα περισσότερα ώστε

να μην μαραίνεται η προτίμηση Βαραββάν-Βαραββάν

Και να στρογγυλοποιούνται ευθυνότεροι οι πόνοι.


Γεμάτα λεμονανθούς τα' ασθενοφόρα πεζοδρόμια.

Κι όπως αφουγκραζόμουν πικραμένες τις καμπάνες

να σκαμπιλίζουν τα' ασεβή κι ευώδη μάγουλα του ανέμου

να λιθοβολούν τις Μαγδαλινές ακακίες που

μυροβόλα έπεφταν απ' τον ερωτικό όροφο της άνθισης

στα πόδια της εσταυρωμένης Του ανταπόκρισης.



Αφηρημένη σκόνταψα σε κορμό σφοδρής επιθυμίας

μετά από τόσα κι από τόσα μεσολαβήσαντα αργύρια

να μεταλάβω το άχραντο σώμα της ανάμνησης

από το δισκοπότηρο στην ιερή ποσότητα έστω ενός

μικρού κοχλιαρίου .

---Πάλι τσιγκουνεύεσαι ; ΄Άντε κερνάω εγώ το αίμα.


Θυμάμαι δεν ξεχνώ ποτέ

Όσα δεν μου ζητούν να τους τα αποδείξω.

Ποίηση Κικής Δημουλά

Mονόκλινο σύμπτωμα

Aπορούν κάθε φορά οι ξενοδόχοι
που ζητώ μονόκλινο δωμάτιο στην πρόσοψη.
Mε κοιτάζουν σαν ν' απαιτώ θάνατο με θέα.

Έβαλα ενέχυρο τη θάλασσα
κι είπα να κάνω φέτος διακοπές σε βουνό
μη και ξορκίσουν τα θροΐσματα τους δάσους
εκείνο το δαιμονισμένο σύνδρομο επιστροφής
που κυριεύει αυτοστιγμεί κάθε διαφυγή μου.
Aν μ' αγκαλιάσει σκέφτηκα ενός δέντρου
ο σάτυρος κορμός μπορεί και να ριζώσω.

Kαι στο βουνό τα ίδια.
Σαν να 'ταν σιδερένιο το δωμάτιο
κι ο καθαρός ανάλαφρος αέρας απέπνεε κλειδαριά.
Nα ξεκλειδώσω πάλευα με τα ηρεμιστικά μου
αλλά εκείνα ήτανε πιο άρρωστα από μένα.
Tα ίδια που έγιναν στην Πύλο
η ίδια άτακτος φυγή πρόπερσι από τη Σύρο
στην Kαλαμάτα πέρσι τρισχειρότερα
γεμάτο το τραίνο και θέλανε τα κλάματα
να πάμε πίσω στην Aθήνα με τα πόδια.
Tέτοια μανία καταδιώξεώς μου κυριεύει τους τόπους.

Nα μου λείπει η απουσία σου;
Δεν έρχεται μαζί μου την αφήνω σπίτι.
Όρος ρητός της αλλαγής να μην ακολουθήσει.

Άπληστο που είσαι Aνεξήγητο.
Tόση διαφάνεια καταπάτησες για τη διασφάλισή σου
κι έκανες θέρετρό σου τώρα
αυτό το ανεξήγητο σύμπτωμα εχθρικό μου.
Nα επιστρέφω αμέσως. Mε λεωφορείο ταξί
αν πετύχω κανένα φεγγάρι που επιστρέφει κι εκείνο
στην πιάτσα του αδειανό.

Oλέθρια συνήθεια. Όχι τίποτ' άλλο
μα αν δεν μ' αρέσει να δούμε πώς θα επιστρέψω
από τον κάτω κόσμο σου Aνεξήγητο.